- λαβδακισμος
- λαβδακισμόςὁ = λαμβδακισμός См. λαμβδακισμος
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
λαβδακισμός — ο (Α λαβδακισμός) [λαβδακίζω] 1. η συχνή χρήση τού λ 2. ελαττωματική άρθρωση και προφορά τού φθόγγου Λ, ως υγρού ως γ ή παχέος ως διπλού λλ ή τού φθόγγου ρ όπως τα νήπια: νελό αντί νερό … Dictionary of Greek